προικίδιος
English (LSJ)
α, ον, A forming a dowry, κλῆροι Ph.2.291; θεράπαιναι ib.443.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α
προικώος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προίξ, -κός + επίθημα -ίδιος (πρβλ. νυμφ-ίδιος)].
α, ον, A forming a dowry, κλῆροι Ph.2.291; θεράπαιναι ib.443.
-ία, -ον, Α
προικώος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προίξ, -κός + επίθημα -ίδιος (πρβλ. νυμφ-ίδιος)].