προμιμνήσκω
English (LSJ)
A remind beforehand, Gloss.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
προμιμνήσκω: ὑπομιμνήσκω προηγουμένως, Γλωσσ.
Greek Monolingual
Α
υπενθυμίζω προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + μιμνήσκω «υπενθυμίζω»].
A remind beforehand, Gloss.
προμιμνήσκω: ὑπομιμνήσκω προηγουμένως, Γλωσσ.
Α
υπενθυμίζω προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + μιμνήσκω «υπενθυμίζω»].