προοικονομέω

Revision as of 21:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A arrange before, J.AJ 2.5.7:—Med., get things previously arranged, Id.BJ7.8.2:—Pass., to be so arranged, προῳκονόμηται ὑπὸ τοῦ θείου ἑκατέρου ἡ φύσις Arist.Oec. 1343b26. 2 Med., introduce into a speech before, premise, Cic.QF 2.3.6.

German (Pape)

[Seite 737] vorher einrichten, Arist. u. Folgde, wie Cic. ad Qu. Fr. 2, 3.

Greek (Liddell-Scott)

προοικονομέω: οἰκονομῶ, διευθετῶ πρότερον, Κικ. Q. Frat. 2. 3, 6, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 5, 7. ― Μέσ., διευθετῶ δι’ ἄλλου πρότερον, ὁ αὐτ. ἐν Ἰουδ. Πολ. 7. 8, 2. ― Παθ., διευθετοῦμαι πρότερον, προῳκονόμηται ὑπὸ τοῦ θείου ἡ φύσις ἑκατέρου Ἀριστ. Οἰκ. 1. 3, 4.

Russian (Dvoretsky)

προοικονομέω: заранее устраивать Arst.