προοικοδομέω

Revision as of 21:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A build in front, πρὸ τῶν πύργων τριγώνους Ph.Bel. 84.13:—Pass., dub.in Luc.Alex.14.

German (Pape)

[Seite 737] vorbauen, vorherbauen, ἡ προῳκοδομημένη τοῦ χρηστηρίου πηγή Luc. Alex. 14.

Greek (Liddell-Scott)

προοικοδομέω: οἰκοδομῶ πρότερον, Φίλων Βελοπ. 84. ― Παθ., Λουκ. Ἀλέξ. 14.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 bâtir auparavant;
2 bâtir devant, gén..
Étymologie: πρό, οἰκοδομέω.

Greek Monotonic

προοικοδομέω: μέλ. -ήσω, χτίζω από πριν, οικοδομώ εκ των προτέρων — Παθ., σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

προοικοδομέω: заранее или спереди строить, устраивать (ἡ προῳκοδομημένη πηγή Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-οικοδομέω ervoor bouwen.

Middle Liddell

fut. ήσω
to build before:—Pass., Luc.