προπλήσσω

Revision as of 21:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A strike first, τὴν φόρμιγγα Him.Or.12.3.

Greek (Liddell-Scott)

προπλήσσω: πλήττω, κρούω πρότερον, τὴν φόρμιγγα Ἱμερ. Λόγ. 12. 3.

Greek Monolingual

Α
(σχετικά με φόρμιγγα) κρούω από πριν, προανακρούω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πλήσσω «χτυπώ»].