προσαπόκειμαι

Revision as of 21:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A to be stored up as well, dub.in Aristid. Or.50 (26).49 (fort. προ-).

Greek Monolingual

Α
έχω αποτεθεί σε ένα μέρος για φύλαξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀπόκειμαι «είμαι τοποθετημένος σε ασφαλές μέρος»].