A sail towards or against, Poll.1.124.
[Seite 761] (s. πλέω), daraufzu-, darauflosschiffen, zu Schiffe angreifen, Poll.
προσεπιπλέω: μέλλ. -πλεύσομαι, πλέω πρὸς ἢ ἐναντίον, Πολυδ. Α΄, 124.
Α ἐπιπλέωεκτός τών άλλων επιτίθεμαι με πλοία κι εγώ.