προσκαθιδρύω

Revision as of 22:08, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A place upon, περίαπτα ξοάνοις Ph.2.559 (Pass.).

Greek (Liddell-Scott)

προσκαθιδρύω: τοποθετῶ ἐπί τινος, τινί τι Φίλων 2. 559.

Greek Monolingual

Α
τοποθετώ κάτι σε κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + καθιδρύω «τοποθετώ, βάζω»].