προσυλάκτησις

Revision as of 22:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

εως, ἡ, A carping, Simp.in Ph.1182.38.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α προσυλακτῶ
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προσυλακτῶ
2. μτφ. ονειδισμός, προσβολή, συκοφαντία.