ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(ΑΜ ὀνειδισμός) ονειδίζω1. ύβρις, προσβολή2. μομφή3. χλευασμός, ταπείνωση4. επίπληξηαρχ.συκοφαντία, διαβολή.