πρόπαππος

Revision as of 22:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ὁ, A great-grandfather, And.2.26 codd., Lys.14.39, Pl. Ti.20e. 2 grandfather, M.Ant.1.4.

German (Pape)

[Seite 738] ὁ, der vor dem Großvater vorhergeht, Urgroßvater; Plat. Tim. 20 e; Andoc. 1, 106.

Greek (Liddell-Scott)

πρόπαππος: ὁ, ὁ τοῦ πάππου πατήρ, Λατ. proavus, Ἀνδοκ. 23. 2, Λυσί. 143. 26, Πλάτ. Τίμ. 20Ε· «ὁ δὲ πάππου ἢ τήθης πατὴρ πρόπαππος, ὡς Ἰσοκράτης· τάχα δ’ ἄν τοῦτον τριτοπάτορα Ἀριστοτέλης καλοῖ» Πολυδ. Γ΄, 17.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
bisaïeul.
Étymologie: πρό, πάππος.

Greek Monolingual

ο / πρόπαππος, ΝΜΑ πάππος/πάπος]
ο πατέρας του παππού ή της γιαγιάς.

Greek Monotonic

πρόπαππος: ὁ, ο πατέρας του παππού, σε Ρητ.

Russian (Dvoretsky)

πρόπαππος: ὁ прадед Lys., Plat., Arst., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρό-παππος -ου, ὁ overgrootvader.

Middle Liddell

πρόπαππος, ὁ,
a great-grandfather, Oratt.