πρόσρηξις

Revision as of 22:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

εως, ἡ, (προσρήγνυμι) A dashing against, Sm.2 Ki.5.24, Sch.D Il.1.34.

German (Pape)

[Seite 779] ἡ, das Anschlagen und Zerbrechen woran, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσρηξις: ἡ, (προσρήγνυμι) ἡ μεθ’ ὁρμῆς πρόσκρουσις, τὸ κτύπημα καὶ σπάσιμον πράγματός τινος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 34, Ἀκύλ. Σύμμ. ἐν Ἀββακοὺμ 3. 9.

Greek Monolingual

-ήξεως, ἡ, Α προσρήγνυμι
ορμητική πρόσκρουση και θραύση ενός πράγματος.