πρόσκρουσις
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A dashing against a thing, Plu.2.696b (pl.).
II offence, πρόσκρουσιν προσκροῦσαί τινι give him offence, Id.Cic.34, cf. 2.138e (pl.), etc.
German (Pape)
[Seite 770] ἡ, das Anstoßen, auch = πρόσκρουμα, Plut. Cic. 34, oft.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
heurt, choc ; fig. offense.
Étymologie: προσκρούω.
Russian (Dvoretsky)
πρόσκρουσις: εως ἡ
1 удар, толчок (προσκρούσεις καὶ πληγκί Plut.);
2 обида, оскорбление (αἱ διαφοραὶ καὶ αἱ προσκρούσεις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
πρόσκρουσις: -εως, ἡ, τὸ προσκρούειν ἐναντίον τινός, Πλούτ. 2. 696Α. ΙΙ. προσβολή, δυσαρέστησις, πρόσκρουσιν προσκρούειν τινί, προσβάλλειν, δυσαρεστεῖν τινα, ὁ αὐτ. ἐν Κικ. 34, πρβλ. 2. 138Ε, κτλ.
Greek Monotonic
πρόσκρουσις: -εως, ἡ, πρόσκρουση, χτύπημα πάνω σε κάτι, προσβολή, σε Πλούτ.
Middle Liddell
πρόσκρουσις, εως, [from προσκρούω
a dashing against a thing: an offence, Plut.