πυρίτοκος

Revision as of 22:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[ῐ], ον, A gendered in fire, of Dionysus, Lyd.Mens.4.160.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρίτοκος: -ον, ὁ ἐν πυρὶ γεννηθείς, ἐπὶ τοῦ Διονύσου, Ἰω. Λυδ. περὶ μηνῶν 4. 95.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ως προσωνυμία του Διονύσου) αυτός που γεννήθηκε μέσα στη φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. θαλασσό-τοκος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημασία].