πυρολαμπίς

Revision as of 22:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A v. πυγολαμπίς.

German (Pape)

[Seite 823] ἡ, = πυριλαμπίς, Hesych. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρολᾰμπίς: -ίδος, ἡ, ἡ ἐκπέμπουσα λάμψιν πυρός, πυγολαμπίς, «κωλοφωτιά», ἴδε ἐν λ. πυγολαμπίς.

Greek Monolingual

και, κατά τον Φώτ., πυριλαμπίς, -ίδος, ἡ, Α
αυτή που εκπέμπει λάμψη φωτιάς, η πυγολαμπίδα («ἐκ... μεγάλων καμπῶν... γίνονται πυρολαμπίδες», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + -λαμπίς (< λάμπω)].