πυρολαμπίς

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρολαμπίς Medium diacritics: πυρολαμπίς Low diacritics: πυρολαμπίς Capitals: ΠΥΡΟΛΑΜΠΙΣ
Transliteration A: pyrolampís Transliteration B: pyrolampis Transliteration C: pyrolampis Beta Code: purolampi/s

English (LSJ)

v. πυγολαμπίς.

German (Pape)

[Seite 823] ἡ, = πυριλαμπίς, Hesych. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρολᾰμπίς: -ίδος, ἡ, ἡ ἐκπέμπουσα λάμψιν πυρός, πυγολαμπίς, «κωλοφωτιά», ἴδε ἐν λ. πυγολαμπίς.

Greek Monolingual

και, κατά τον Φώτ., πυριλαμπίς, -ίδος, ἡ, Α
αυτή που εκπέμπει λάμψη φωτιάς, η πυγολαμπίδα («ἐκ... μεγάλων καμπῶν... γίνονται πυρολαμπίδες», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + -λαμπίς (< λάμπω)].