πυριστεφής

Revision as of 22:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, A fire-wreathed or crowned, Nonn.D8.289.

German (Pape)

[Seite 823] ές, mit Feuer gekränzt, umgeben; εὐνή, Nonn. D. 8, 289; Procl. Hymn. in Solem.

Greek (Liddell-Scott)

πῠριστεφής: -ές, ὁ πυρὶ ἐστεμμένος, Νόνν. Διον. 8. 289.

Greek Monolingual

-ές, Α
περικυκλωμένος από φωτιάπυριστεφής εὐνή», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -στέφης (< στέφος, τὸ < στέφω), πρβλ. κισσο-στεφής, χρυσο-στεφής].