πυριστεφής

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠριστεφής Medium diacritics: πυριστεφής Low diacritics: πυριστεφής Capitals: ΠΥΡΙΣΤΕΦΗΣ
Transliteration A: pyristephḗs Transliteration B: pyristephēs Transliteration C: pyristefis Beta Code: puristefh/s

English (LSJ)

πυριστεφές,
A fire-wreathed or crowned, Nonn.
D8.289.

German (Pape)

[Seite 823] ές, mit Feuer gekränzt, umgeben; εὐνή, Nonn. D. 8, 289; Procl. Hymn. in Solem.

Greek (Liddell-Scott)

πῠριστεφής: -ές, ὁ πυρὶ ἐστεμμένος, Νόνν. Διον. 8. 289.

Greek Monolingual

-ές, Α
περικυκλωμένος από φωτιάπυριστεφής εὐνή», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -στέφης (< στέφος, τὸ < στέφω), πρβλ. κισσο-στεφής, χρυσο-στεφής].