σαυλοπρωκτιάω

Revision as of 09:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A walk in a swaggering way, so as to make the hinder parts sway to and fro, Ar.V.1173.

German (Pape)

[Seite 865] den Hintern im Gehen zierlich, üppig, vornehmthuerisch hin- und herbewegen, den Hintern drehen, Ar. Vesp. 1173, Schol. σαλεύειν τὸν πρωκτόν. Vgl. σαλακωνεύω.

Greek (Liddell-Scott)

σαυλοπρωκτιάω: περιπατῶ σείων ἐδῶ καὶ ἐκεῖ τὰ ὀπίσθια, «κουνῶν» τὰ ὀπίσθια, Ἀριστοφ. Σφ. 1173· πρβλ. περιπρωκτιάω, σαῦλος, σαλακωνίζω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
marcher ou danser d’une allure efféminée.
Étymologie: σαῦλος, πρωκτός.

Greek Monotonic

σαυλοπρωκτιάω: κουνώ τα οπίσθια εδώ κι εκεί ενώ βαδίζω, κουνιέμαι, λικνίζομαι, ακκίζομαι, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

σαυλοπρωκτιάω: вихлять задом Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαυλοπρωκτιάω [σαῦλος, πρωκτός] kontwiegend lopen. Aristoph. Ve. 1173.

Middle Liddell

σαυλο-πρωκτιάω,
to walk in a swaggering way, Ar.