ακκίζομαι
Greek Monolingual
(Α ἀκκίζομαι)
1. (κυρίως για ερωτική πολιορκία) προσποιούμαι πως δεν θέλω κάτι, ενώ στην πραγματικότητα το επιθυμώ, «κάνω νάζια»
2. προσποιούμαι ότι δεν ξέρω κάτι, «κάνω» πως δεν ξέρω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκκὼ(-οῦς).
ΠΑΡ. αρχ. ἀκκισμός
μσν.
ἀκκιστικός.