σελμίς
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A angler's noose made of hair (ὁρμιὰ τριχίνη), Hsch. 2 = ἴκρια, Id.:—also σελμῶν· σανίδων, Id. σέλπιδες· σχεδίαι, Id. σέλπον, τό,= σίλφιον, Id.
German (Pape)
[Seite 871] ίδος, ἡ, 1) = Vorigem, bes. ein Brettergerüst, VLL. – 2) die härene Angelschnur, Hesych., wie Eust. σελμίδες τὰ σχοινία.
Greek (Liddell-Scott)
σελμίς: -ίδος, ἡ, «ὁρμιὰ τριχίνη. καὶ τὰ ἰκρία» Ἡσύχ. 2) ὡσαύτως = σέλμα, ὁ αὐτ.· ὡσαύτως σελμός, ὁ, ὁ αὐτ.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) α) «ὁρμιὰ τριχίνη»
β) «τὰ ἰκρία».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σέλμα + επίθημα -ίς, -ίδος, παρ' ότι το πρώτο ερμήνευμα του τ. γεννά προβλήματα].