σελμίς

Revision as of 09:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ίδος, ἡ, A angler's noose made of hair (ὁρμιὰ τριχίνη), Hsch. 2 = ἴκρια, Id.:—also σελμῶν· σανίδων, Id. σέλπιδες· σχεδίαι, Id. σέλπον, τό,= σίλφιον, Id.

German (Pape)

[Seite 871] ίδος, ἡ, 1) = Vorigem, bes. ein Brettergerüst, VLL. – 2) die härene Angelschnur, Hesych., wie Eust. σελμίδες τὰ σχοινία.

Greek (Liddell-Scott)

σελμίς: -ίδος, ἡ, «ὁρμιὰ τριχίνη. καὶ τὰ ἰκρία» Ἡσύχ. 2) ὡσαύτως = σέλμα, ὁ αὐτ.· ὡσαύτως σελμός, ὁ, ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) α) «ὁρμιὰ τριχίνη»
β) «τὰ ἰκρία».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σέλμα + επίθημα -ίς, -ίδος, παρ' ότι το πρώτο ερμήνευμα του τ. γεννά προβλήματα].