τριχίνη
From LSJ
Ἀνὴρ ἀτυχῶν δὲ σώζεται ταῖς ἐλπίσιν → Presso miseria spes salus est unica → Allein die Hoffnung trägt den, der im Unglück ist
Greek Monolingual
η, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία του παρασιτικού νηματώδους Trichinella spiralis, που προκαλεί στον άνθρωπο και σε άλλα θηλαστικά την σοβαρή νόσο τριχινίαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trichina < τριχίνη, θηλ. του επιθ. τρίχινος.