σκαρδαμυκτικός

Revision as of 09:10, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ή, όν, A given to winking, blinking, of the eye, Id.HA492a10, Phgn.807b37.

Greek (Liddell-Scott)

σκαρδᾰμυκτικός: -ή, -όν, ὁ εἰθισμένος νὰ ἀνοιγοκλείῃ συχνάκις τοὺς ὀφθαλμούς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 10, 3, πρβλ. Φυσιογν. 3. 6.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σκαρδαμυκτικός, -ή, -όν, ΝΑ σκαρδαμύσσω
αυτός που έχει τη συνήθεια να ανοιγοκλείνει συνεχώς τα μάτια του.