ες, A of iron, Sch.rec.A.Pr.64.
[Seite 880] ες, eisenartig, Schol. Aesch. Prom. 64.
σῐδηρώδης: -ες, (εἶδος) ἐκ σιδήρου, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 64.
-ῶδες, Α σίδηροςαυτός που αποτελείται από σίδηρο.