σιδηρώδης

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηρώδης Medium diacritics: σιδηρώδης Low diacritics: σιδηρώδης Capitals: ΣΙΔΗΡΩΔΗΣ
Transliteration A: sidērṓdēs Transliteration B: sidērōdēs Transliteration C: sidirodis Beta Code: sidhrw/dhs

English (LSJ)

σιδηρώδες, of iron, Sch.rec.A.Pr.64.

German (Pape)

[Seite 880] ες, eisenartig, Schol. Aesch. Prom. 64.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρώδης: -ες, (εἶδος) ἐκ σιδήρου, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 64.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α σίδηρος
αυτός που αποτελείται από σίδηρο.