σπίγγος
English (LSJ)
ὁ, A = σπίνος 1, Hsch.; also a fish, Id. σπιγνόν· μικρόν, βραχύ, Id.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
ο σπίνος
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «ἰχθύς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. που συνδέεται με τους τ. σπίζω, σπίνος (για ετυμολ. βλ. λ. σπίζω). Για τη χρήση του ίδιου τ. ως ονόματος ψαριού και πτηνού πρβλ. σπίνα.