στίγων

Revision as of 09:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ωνος, ὁ,= A στιγματίας 1.1, Ar.Fr.97.

German (Pape)

[Seite 943] ονος, ὁ, = στιγματίας; Hesych.; Poll. 3, 79.

Greek (Liddell-Scott)

στίγων: -ωνος, ὁ, = στιγματίας, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 46, Ἡσύχ.· πρβλ. πέδων.

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, Α
στιγματίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στιγ- του στίζω (πρβλ. στίγ-μα) + επίθημα -ων, -ωνος (πρβλ. στίλβ-ων)].