στίγων

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στίγων Medium diacritics: στίγων Low diacritics: στίγων Capitals: ΣΤΙΓΩΝ
Transliteration A: stígōn Transliteration B: stigōn Transliteration C: stigon Beta Code: sti/gwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, = στιγματίας 1.1, Ar.Fr.97.

German (Pape)

[Seite 943] ονος, ὁ, = στιγματίας; Hesych.; Poll. 3, 79.

Greek (Liddell-Scott)

στίγων: -ωνος, ὁ, = στιγματίας, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 46, Ἡσύχ.· πρβλ. πέδων.

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, Α
στιγματίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στιγ- του στίζω (πρβλ. στίγμα) + επίθημα -ων, -ωνος (πρβλ. στίλβων)].