στιγματίας

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στιγμᾰτίας Medium diacritics: στιγματίας Low diacritics: στιγματίας Capitals: ΣΤΙΓΜΑΤΙΑΣ
Transliteration A: stigmatías Transliteration B: stigmatias Transliteration C: stigmatias Beta Code: stigmati/as

English (LSJ)

-ου, Ion. στιγματίης, εω, ὁ,
A one who bears tattoo-marks, Hp.Epid.4.2; esp. branded culprit or runaway slave, Asius1, Eup.159.14, 276.2, Ar.Lys.331 (lyr.), Hermipp.63.19, X.HG5.3.24, D.C.47.10; σ. οἰκέτης Ath.13.612c.
2 in Com., one whose property is marked as mortgaged, Cratin.333.
II jocular nickname of Nicanor, the student of punctuation, Eust.20.12, interpol. in Suid. s.v. Νικάνωρ.

German (Pape)

[Seite 943] ὁ, der Flecken, bes. Brandmale hat, der gebrandmarkte Verbrecher, bes. ein flüchtiger Sklave; Ar. Lys. 331; Xen. Hell. 5, 3, 24; Sp., wie Luc. Tim. 17 Cat. 24.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 marqué d'un fer rouge (mauvais esclave) ; esclave fugitif;
2 propriétaire dont les biens sont marqués comme grevés d'hypothèque.
Étymologie: στίγμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στιγματίας -ου, ὁ, Ion. στιγματίης, -εω [στίγμα] iemand die gebrandmerkt is, van misdadigers en (weggelopen) slaven.

Russian (Dvoretsky)

στιγμᾰτίᾱς: ου ὁ клейменый раб Arph., Xen. etc.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και ιων. τ. στιγματίης Α
μτφ. κακοποιό στοιχείο, άνθρωπος ανήθικος και επικίνδυνος
αρχ.
1. δούλος, δραπέτης ή κακούργος που ήταν στιγματισμένος με πυρακτωμένο στιγέα, σημαδεμένοςστιγματίας τις... ἀπέδρασε νύκτωρ», Ξεν.)
2. (ως κωμ. χαρακτηρισμός) άνθρωπος του οποίου η περιουσία ήταν σφραγισμένη διότι είχε μπει ως ενέχυρο
3. (ως παρωνύμιο του Νικάνορος) γραμματικός που ασχολείται υπερβολικά με τη στίξη τών κειμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στίγμα, -ατος + επίθημα -ίας (πρβλ. κτηματίας)].

Greek Monotonic

στιγμᾰτίας: -ου, Ιων. -ίης, -εω, , αυτός που φέρει στίγματα από βελόνα, στιγματισμένος (σημαδεμένος), ώστε να αναγνωρίζεται· κακοποιός, φυγάδας σκλάβος που έχει σημαδευτεί, ώστε να αναγνωρίζεται και να τιμωρείται, σε Ξεν. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

στιγμᾰτίας: -ου, Ἰων. -ίης, εω, ὁ, ὁ φέρων σημεῖα ἢ στίγματα διὰ καυτηριασμοῦ, ἐστιγμένος κακοῦργος, δραπέτης, δοῦλος, Ἄσιος 1, Ψευδο-Φωκυλ. 212, Ἀριστοφ. Λυσ. 331, Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 1. 19, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 24· στ. οἰκέτης Λυσ. παρ᾿ Ἀθην. 612C· καθόλου, βδελυρὸς ἄνθρωπος, Βυζ.· πρβλ. στίγων. 2) παρὰ τοῖς κωμικοῖς, ἄνθρωπος, οὖ ἡ περιουσία εἶναι σεσημειωμένη ὡς ἐνεχυρασθεῖσα, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 140· πρβλ. στίζω. ΙΙ. κριτικὸς φιλόλογος μεγάλως προσέχων περὶ τὴν στίξιν, λέγεται ἐπὶ τοῦ Νικάνορος, Εὐστ. 20. 12, Σουΐδ.· ἴδε στιγμὴ ΙΙ.

English (Woodhouse)

branded slave

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)