στενώδης

Revision as of 09:40, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ες, A somewhat narrow, αὐχήν interpol.in Peripl.M.Eux. 58.

German (Pape)

[Seite 936] ες, wie eine Enge, etwas eng, Erkl. von ἰσθμοειδής, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στενώδης: -ες, (στένος) κἄπως στενός, ὁμοιάζων πρὸς στενόν, «στενούτσικος», Ἀνων. Περίπλ. 1, σ. 8 Huds.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α στενός
κάπως στενός, ελαφρώς στενός.