στηλοῦχος

Revision as of 09:40, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

dub. l. in Epigr.Gr.214.7 (Rhenea): A v. σταλ-.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. σταλοῡχος, -ον, Α
αυτός που έχει στήλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στήλη + -οῦχος (< ἔχω)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στηλοῦχος -ον, Dor. στᾱλοῦχος [στήλη, ἔχω] met een gedenksteen.