ες, A v. στομώδης.
[Seite 948] ες, = εὔστομος, εὔφημος, Poll. 2, 101.
στομήρης: -ες, ἴδε στομώδης.
-ῆρες, Αστομώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + κατάλ. -ήρης (Ι) (πρβλ. ποδ-ήρης)].