στομώδης

English (LSJ)

στομῶδες, = εὔστομος, εὔφημος,
A clear-voiced, S.Fr.1098 (v.l. στομήρη).
2 pleasant to the taste, of milk, γλυκὺ καὶ σ. Sor.1.91.

German (Pape)

[Seite 948] ες, = εὔστομος, εὔφημος, Soph. frg. bei Poll. 2, 101.

Russian (Dvoretsky)

στομώδης: Soph. = εὔστομος.

Greek (Liddell-Scott)

στομώδης: -ες, (εἶδος) = εὔστομος, εὔφημος, Σοφ. Ἀποσπ. 947.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α στόμα
1. αυτός που έχει καθαρή, ωραία φωνή
2. (για γάλα) ευχάριστος στη γεύση («γλυκὺ καὶ στομῶδες», Σωρ.).