στεφανωματικός

Revision as of 09:48, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ή, όν, A used for making garlands, Thphr.HP1.12.4, 6.6.1, al.; λυχνὶς σ. Dsc.3.100; ἕρπυλλος ib.38.

German (Pape)

[Seite 940] zum Kranze gehörig, passend, Diosc. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

στεφᾰνωματικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς στέφανον, χρησιμεύων ὡς στεφάνωμα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 12, 4, Διοσκ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α στεφάνωμα, -ατος]
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε στέφανο
2. ο κατάλληλος για την κατασκευή στεφάνων.