στεφανωματικός

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεφᾰνωμᾰτικός Medium diacritics: στεφανωματικός Low diacritics: στεφανωματικός Capitals: ΣΤΕΦΑΝΩΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: stephanōmatikós Transliteration B: stephanōmatikos Transliteration C: stefanomatikos Beta Code: stefanwmatiko/s

English (LSJ)

στεφανωματική, στεφανωματικόν, used for making garlands, Thphr. HP 1.12.4, 6.6.1, al.; λυχνὶς σ. Dsc.3.100; ἕρπυλλος ib.38.

German (Pape)

[Seite 940] zum Kranze gehörig, passend, Diosc. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

στεφᾰνωματικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς στέφανον, χρησιμεύων ὡς στεφάνωμα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 12, 4, Διοσκ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α στεφάνωμα, -ατος]
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε στέφανο
2. ο κατάλληλος για την κατασκευή στεφάνων.