συγγαμέω
English (LSJ)
A marry together or at the same time, S.E.M.10.99, Ps.-Democr. Alch.p.51 B., Zos.Alch. p.153 B.
German (Pape)
[Seite 961] (s. γαμέω), zusammen, zu gleicher Zeit heirathen, S. Emp. adv. phys. 2, 99.
Greek (Liddell-Scott)
συγγᾰμέω: ἔρχομαι εἰς γάμον ὁμοῦ ἢ κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 99· - συγγᾰμία, ἡ, ἡ διὰ γάμου ἕνωσις, Γλωσσ.
Russian (Dvoretsky)
συγγᾰμέω: одновременно вступать в брак Sext.