συγκραματικός

Revision as of 10:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ή, όν, A mixed together, dub.l.in Placit.5.2.3.

German (Pape)

[Seite 969] ή, όν, zur Mischung gehörig, Plut. plac. phil. 5, 2.

Greek (Liddell-Scott)

συγκρᾱμᾰτικός: -ή, -όν, συμμεμιγμένος, συγκεκραμένος, σύμμικτος, Πλούτ. 2. 904F.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui consiste en un mélange.
Étymologie: σύγκραμα.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σύγκραμα, -ατος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύγκραση, στην ανάμιξη
2. αυτός που είναι κατάλληλος ή χρήσιμος για ανάμιξη.

Russian (Dvoretsky)

συγκρᾱμᾰτικός: смешанный, спутанный (ὄνειροι Plut.).