ανάμιξη
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
Greek Monolingual
η (Α ἀνάμιξις) ἀναμείγνυμι
1. μίξη, συγχώνευση, ανακάτεμα
2. (για πρόσωπα) επιμιξία, συγχρωτισμός
3. σαρκική μίξη, συνουσία
νεοελλ.
1. συμμετοχή
2. παρέμβαση, επέμβαση.