συναποδιδράσκω

Revision as of 10:34, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A run away along with, ξυναποδρᾶναί τινι (aor. 2) Ar.Ra.81, cf. J.BJ1.8.6; aor. 1 part. συναποδράσαντος Luc.Asin.27.

German (Pape)

[Seite 1002] (s. διδράσκω), mit oder zugleich weglaufen, κἂν ξυναποδρᾶναι δεῦρ' ἐπιχειρήσειέ μοι Ar. Ran. 81, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συναποδιδράσκω: ἀποδιδράσκω ὁμοῦ μετά τινος, ξυναποδρᾶναί τινι (ἀόρ. β΄), Ἀριστοφ. Βάτρ. 81· ἀόρ. α΄ συναποδράσαντος, Λουκ. Λούκ. ἢ Ὄνος 27.

French (Bailly abrégé)

ao. συναπέδρασα, ao.2 συναπέδραν;
s’enfuir ou s’échapper avec.
Étymologie: σύν, ἀποδιδράσκω.

Greek Monolingual

ΜΑ
δραπετεύω μαζί με άλλον («τοῡ συναιχμαλώτου συναποδράσαντος», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀποδιδράσκω «δραπετεύω»].

Greek Monotonic

συναποδιδράσκω: δραπετεύω μαζί με κάποιον· ξυναποδρᾶναί τινι (απαρ. αορ. βʹ), σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

συναποδιδράσκω: (aor. 1 συναπέδρᾱσα, aor. 2 συναπέδρᾱν) убегать вместе (τινί Arph.): συναιχμάλωτος, συναποδράς Luc. вместе попавший в плен (и) вместе бежавший (из плена).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αποδιδράσκω, stamaor. συναπέδραν, sigm. aor. συναπέδρασα, samen (met...) weglopen, met dat. met iem.

Middle Liddell


to run away along with, ξυναποδρᾶναί τινι (aor2 inf.), Ar.