συνεκπιέζω

Revision as of 11:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A premo, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1012] mit oder zugleich ausdrücken, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκπιέζω: διὰ τῆς πιέσεως ἐξάγω ὁμοῦ· ῥηματ. ἐπίθ. συνεκπιεστέον, Γεωπον. 3. 7, 1.

Greek Monolingual

Α
1. συμπιέζω
2. εξάγω με πίεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκπιέζω «αφαιρώ με πίεση»].

Greek Monolingual

Α
1. συμπιέζω
2. εξάγω με πίεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκπιέζω «αφαιρώ με πίεση»].