συντομή
English (LSJ)
ἡ, A gallery in a mine, IG22.1587.15 (pl.). II cutting, καλάμου POxy. 1692.15 (ii A.D.). 2 cutting down, reduction, τῆς μισθοφορᾶς D.C. 78.28. III edict, Aq.Is.28.22.
Greek (Liddell-Scott)
συντομή: ἡ, (σύντομος ΙΙ) ἐλάττωσις, τῆς μισθοφορᾶς Δίων Κ. ΙΙ. διάταγμα, Ἀκύλ. Ἡσ. ΚΗ΄, 22 (Παλ. Διαθ.).
Greek Monolingual
ἡ, Α συντέμνω
1. συγκοπή, κόψιμο («συντομὴ καλάμου», πάπ.)
2. ελάττωση
3. στοά σε σήραγγα
4. διάταγμα.