σφαιριστήριον

Revision as of 11:59, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

τό, A ball-court, Thphr. Char.5.9, IG11(2).199A110 (Delos, iii B.C.), BCH23.566 (Delph., iii B.C.), Phld.Herc.1457.7, POxy.1450.5 (iii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

σφαιριστήριον: τό, τόπος ἔνθα ἐσφαίριζον, ἔπαιζον τὴν σφαῖραν, Θεοφρ. Χαρακτ. 5 (6).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
emplacement pour un jeu de paume.
Étymologie: σφαιρίζω.

Greek Monotonic

σφαιριστήριον: τό (σφαιρίζω), τόπος όπου έπαιζαν παιχνίδια με τη σφαίρα, σε Θεόφρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφαιριστήριον -ου, τό [σφαιρίζω] plaats om te ballen; mogelijk ook plaats voor bokstraining. Thphr.

Middle Liddell

σφαιριστήριον, ου, τό, σφαιρίζω
a ball-court, Theophr.