σφαιριστήριον
From LSJ
English (LSJ)
τό, ball-court, Thphr. Char.5.9, IG11(2).199A110 (Delos, iii B.C.), BCH23.566 (Delph., iii B.C.), Phld.Herc.1457.7, POxy.1450.5 (iii A.D.).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
emplacement pour un jeu de paume.
Étymologie: σφαιρίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφαιριστήριον -ου, τό [σφαιρίζω] plaats om te ballen; mogelijk ook plaats voor bokstraining. Thphr.
Greek Monotonic
σφαιριστήριον: τό (σφαιρίζω), τόπος όπου έπαιζαν παιχνίδια με τη σφαίρα, σε Θεόφρ.
Greek (Liddell-Scott)
σφαιριστήριον: τό, τόπος ἔνθα ἐσφαίριζον, ἔπαιζον τὴν σφαῖραν, Θεοφρ. Χαρακτ. 5 (6).
Middle Liddell
σφαιριστήριον, ου, τό, σφαιρίζω
a ball-court, Theophr.