σφονδύλιον

Revision as of 12:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[ῠ], τό, Dim. (in form only) of σφόνδυλος, Il.20.483 (pl.), Antim.65. II cow-parsnip, Heracleum sphondylium, Dsc.3.76; σφονδύλειον [ῡ], Nic. Th.948; σπονδύλιον, Sor.1.63, Gal.14.180; spondylium, Plin. HN12.128. III = κόκκυξ IV, Poll.2.182.

German (Pape)

[Seite 1051] τό, dim. von σφόνδυλος (?). τό, = σφονδύλειον, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

σφονδύλιον: τό, φυτόν τι, εἶδος δαυκίου, Heracleum spondylium, Διοσκ. 3. 90· σφονδύλειον [ῡ], ἐν Νικ. Θηρ. 948· σπονδύλιον, Νόνν.· spondylium, Πλίν. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ σφόνδυλος, κοινῶς «σφονδύλι», ὅτι τὸ σφονδύλιον ἔπεσε τοῦ ἀτράκτου Achmes Ὀνειροκρ. 264. ΙΙΙ. = ὀρροπύγιον, Πολυδ. Β΄, 182· ἀλλ’ ἴδε Δινδ.

Greek Monolingual

και σπονδύλιον, το, ΜΑ, και σφονδύλειον Α
βλ. σφοντύλι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφονδύλιον -ου, τό, demin. van σφόνδυλος nekwervel.