σφοντύλι
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
Greek Monolingual
το / σφονδύλιον, ΝΜΑ, και σπονδύλιον ΜΑ, και σφονδύλειον Α
νεοελλ.
1. είδος πτηνού
2. φρ. «του 'ρθε [ή του φάνηκε] ο ουρανός σφοντύλι» — ζαλίστηκε τόσο από δυνατό χτύπημα ή αναπάντεχο πάθημα που νόμισε ότι ο ουρανός γυρίζει σαν το σφοντύλι στο αδράχτι
νεοελλ.-μσν.
βαρύ στρογγυλό εξάρτημα που προσαρμόζεται στην άκρη του αδραχτιού και ρυθμίζει την περιστροφική του κίνηση, αλλ. σφόνδυλος ή σπόνδυλος
αρχ.
1. υποκορ. μικρός σπόνδυλος της σπονδυλικής στήλης ανθρώπων και ζώων («μυελὸς αὖτε σφονδυλίων ἔκπαλθ'«, Ομ. Ιλ.)
2. είδος ποώδους και δηλητηριώδους φυτού
3. ο κόκκυγας («ὃς καὶ σφονδύλιον καὶ ὀρροπήγιον καλεῖται», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφόνδυλος / σπόνδυλος. Στον νεοελλ. τ. σφοντύλι το αρχ. -δ- διατήρησε την αρχαία προφορά του ως /d/ σε περιβάλλον μετά από έρρινο σύμφωνο (μ, ν), πρβλ. ντύνω < εν-δύω].