σωληνωτός
English (LSJ)
ή, όν, A like a σωλήν, ὑφάσματα Lyd.Mag.2.4 (= Lat. tubulamenta).
German (Pape)
[Seite 1059] nach Art eines σωλήν, wie eine Rinne, Röhre gemacht (?).
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
-ή, -ό / σωληνωτός, -ή, -όν, ΝΜΑ
αυτός που έχει το σχήμα σωλήνα, που μοιάζει με σωλήνα
νεοελλ.
(για μηχανήματα) ο εφοδιασμένος με σωλήνες («σωληνωτοί ατμολέβητες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σωλήν, -ῆνος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. οδοντ-ωτός)].