σφραγιστός

Revision as of 12:10, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ή, όν, A stamped with the public seal, μέτρον IG22.1013.67. 2 marked, καμήλους πέντε σφραγιστούς BGU869.11 (cf. iii p.7, ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1052] besiegelt, gestempelt; μέτρον σφραγιστόν, geaichtes Maaß, Inscr.

Greek (Liddell-Scott)

σφρᾱγιστός: -ή, -όν, ἐσφραγισμένος, σεσημειωμένος διὰ τῆς δημοσίας σφραγῖδος, μέτρον Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 67.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σφραγιστός, -ή, -όν, ΝΑ σφραγίζω
αυτός που έχει σφραγιστεί, που φέρει αποτύπωμα σφραγίδας, σφραγισμένος
νεοελλ.
ερμητικά κλειστός
αρχ.
1. (ιδίως) σφραγισμένος με δημόσια σφραγίδα, με την επίσημη σφραγίδα της πολιτείας
2. σημαδεμένος με οτιδήποτε («καμήλους... σφραγιστούς», πάπ.).