τετρωκοντάλιτρος

Revision as of 12:50, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[>ᾰ], ον, A weighing forty λῖτραι, πέδαι Dinol.4 (τετταρακοντάλιτρος codd., corr. Ahrens).

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει βάρος σαράντα λίτρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρώκοντα, δωρ. τ. του τεσσαράκοντα + -λιτρος (< λίτρα), πρβλ. δεκά-λιτρος].