τετρωκοντάλιτρος

English (LSJ)

[>ᾰ], ον, weighing forty λῖτραι, πέδαι Dinol.4 (τετταρακοντάλιτρος codd., corr. Ahrens).

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει βάρος σαράντα λίτρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρώκοντα, δωρ. τ. του τεσσαράκοντα + -λιτρος (< λίτρα), πρβλ. δεκάλιτρος].