τεχνοειδής

Revision as of 12:50, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, A artistic, D.L.7.156.

German (Pape)

[Seite 1104] ές, kunstartig, D. L. 6, 156.

Greek (Liddell-Scott)

τεχνοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς τέχνην, τεχνικός, πνεῦμα πυροειδὲς καὶ τεχνοειδὲς Διογ. Λ. 7. 156.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
το ουδ. ως ουσ. τὸ τεχνοειδές
η τεχνική ικανότητα
αρχ.
τεχνικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + -ειδής].

Russian (Dvoretsky)

τεχνοειδής: подобный мастеру, т. е. созидающий, творческий (πνεῦμα Diog. L.).